καλιά

καλιά
η (Α καλιά και ιων. τ. καλιή, ἡ)
νεοελλ.
καταφύγιο ή κατοικία ζεύγους νεονύμφων ή ερωτευμένων, φωλιά («ερωτική καλιά)
αρχ.
1. ξύλινη κατοικία ή παράπηγμα πλεγμένο με κλαδιά, καλύβα
2. αποθήκη σιτηρών, σιτοβολώνας
3. ξύλινος σηκός ή σπήλαιο που περιείχε άγαλμα θεού («Πανὸς τ' ἠχήεσσα καλιή», Ανθ. Παλ.)
4. φωλιά πτηνού («οἰκίσκος ὀρνίθειος», Πολυδ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «καλιαί
νοσσιαὶ ἐκ ξύλων καὶ ξύλινά τινα περιέχοντα ἀγαλμάτια εἰδώλων
δηλοῑ δὲ καὶ σκηνὴν ἢ οἰκίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Λόγω τής μακρότητας τού -ι- δεν εμφανίζει μάλλον τη γνωστή κατάλ. -ιά. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kel- «κρύβω, καλύπτω», ενώ παραμένει ατεκμηρίωτη η σύνδεση τής λ. με το ρ. καλύπτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλιά — καλιά̱ , καλιά wooden dwelling fem nom/voc/acc dual (ionic) καλιά̱ , καλιά wooden dwelling fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) καλιάς hut fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιᾷ — καλιά wooden dwelling fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλια — κάλιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιᾶι — καλιᾷ , καλιά wooden dwelling fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιάν — καλιά̱ν , καλιά wooden dwelling fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιάς — καλιά̱ς , καλιά wooden dwelling fem acc pl (ionic) καλιάς hut fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιαῖς — καλιά wooden dwelling fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιαί — καλιά wooden dwelling fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιᾶς — καλιά wooden dwelling fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιῆς — καλιά wooden dwelling fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”